άκαγος

άκαγος
-η, -ο
ο άκαυτος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + καίγω
το θεματικό φωνήεν -α- οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τής λ. άκαυτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άκαγος — άκαγος, η, ο και άκαιγος, η, ο άκαυτος: Ευτυχώς ο πλάτανος είχε μείνει άκαγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άκαος — η, ο άκαγος, άκαυτος* …   Dictionary of Greek

  • άκαος — η, ο βλ. άκαγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”